- γαϊδουραγγουριά
- ηη αγριαγγουριά*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριαγγουριά — η Βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Ecballium elaterium τού γένους Εκβάλλιο τής οικογένειας τών Κουκουρβιτιδών (Cucurbitaceae). Το είδος αυτό, πιο γνωστό ως πικραγγουριά, αναφέρεται και με την κοινή ονομασία γαϊδουραγγουριά … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek